- βαφικόν
- βαφικόςfit for dyeingmasc acc sgβαφικόςfit for dyeingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THAPSIA — Graece θαψία, herba serulacea, foliis foenicali, inani caule fodientibus nocet: si minima aspiret aura, intumescunt corpora, faciemque invadunt ignes sacri: ob id cerato prius illinunt in Asrica est vehementifsima. Quidam caulem incidunt per… … Hofmann J. Lexicon universale
βαφικός — ή, ό (AM βαφικός, ή, όν) [βαφή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στη βαφή, ως χρωστική ουσία («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαφικά, τα τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο ηθοποιός πριν απ την… … Dictionary of Greek
ζαφαράνα — και ζαφαρόνα, η το φυτό «ατρακτυλίς» ή «κάρδαμον το βαφικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοπερισκό za faran)] … Dictionary of Greek